- μοιρογραφία
- μοιρογραφία, ἡ (ΑΜ)μσν.το έργο τής Μοίρας, η οποία καταγράφει το πεπρωμένο καθενόςαρχ.η κατάστρωση τών γεωγραφικών μοιρών σε πίνακα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρογράφος (< μοῖρα + -γράφος*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοιρογραφίας — μοιρογραφίᾱς , μοιρογραφία tabulation of degrees fem acc pl μοιρογραφίᾱς , μοιρογραφία tabulation of degrees fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιρογραφιῶν — μοιρογραφία tabulation of degrees fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek